μακροβίοτος

μακροβίοτος
-η, -ο (Α μακροβίοτος, -ον)
μακρόβιος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μακροβίοτος
ζωολ. γένος βραδύπορων ασπονδύλων τών γλυκών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + -βίοτος (< βίος), πρβλ. ομοιο-βίοτος, σκληρο-βίοτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μακροβίοτος — long masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

  • μακροβίωτος — ο ζωολ. βλ. μακροβίοτος …   Dictionary of Greek

  • μακροβιοτία — μακροβιοτία. ἡ (Α) [μακροβίοτος] μακροβιότητα, μακροζωία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”