- μακροβίοτος
- -η, -ο (Α μακροβίοτος, -ον)μακρόβιοςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο μακροβίοτοςζωολ. γένος βραδύπορων ασπονδύλων τών γλυκών νερών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + -βίοτος (< βίος), πρβλ. ομοιο-βίοτος, σκληρο-βίοτος].
Dictionary of Greek. 2013.